- ευθανασία
- Όρος, ο οποίος στην αρχική έννοιά του σημαίνει ένδοξος, ωραίος, ήσυχος και φυσικός θάνατος, ο οποίος γίνεται δεκτός με πνεύμα γαλήνιο, ως μια τέλεια περάτωση της ζωής.
Επίσης, ο όρος υποδηλώνει τον ανώδυνο θάνατο που προκαλείται ή επισπεύδεται με τη χρήση ιατρικών μέσων όταν δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας. Με αυτή την έννοια υπήρξε το αντικείμενο πολλών έριδων ή αμφισβητήσεων από τη θεολογική ηθική. Στους νεότερους χρόνους ο όρος ε. χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει μια ιατροδικαστική αντίληψη σύμφωνα με την οποία θα ήταν νόμιμο να δίνεται με τον θάνατο ένα τέλος στους πόνους ενός ανθρώπου όταν δεν υπάρχει καμιά προσδοκία θεραπείας. Αυτό έδωσε λαβή για σοβαρές συζητήσεις. Οι πολέμιοι της ε. υποστηρίζουν ότι δεν είναι δυνατόν να βρεθεί ηθική, δικαστική ή ιατρική δικαιολόγηση για μια ανθρωποκτονία (ή αυτοκτονία), αφού ακόμα και στις συνθήκες αυτές δεν μπορεί να υπάρξει απόλυτη βεβαιότητα για την έκβαση της ιατρικής διάγνωσης. Οι χριστιανικές Εκκλησίες δεν αποδέχονται την ε. με την έννοια αυτή. Οι αντιπαραθέσεις σχετικά με την ε. συνεχίζονται σε ολόκληρο τον κόσμο. Στην Ολλανδία υπάρχει νόμος, ο οποίος κατοχυρώνει την ε., υπό όρους. Μεταξύ άλλων, ορίζει ως όριο το 16ο έτος της ηλικίας και απαιτεί τη σύμφωνη γνώμη ενός επιπλέον γιατρού, εκτός από εκείνον που αναλαμβάνει την ε.
Το 2002, η Αγγλίδα Νταϊάν Πρίτι κατέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για να της αναγνωριστεί το δικαίωμα της ευθανασίας (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η (ΑΜ εὐθανασία)1. ανώδυνος, εύκολος θάνατος2. ένδοξος θάνατοςνεοελλ.πρόκληση ανώδυνου θανάτου για να επιτευχθεί συντόμευση τής αγωνίας από επώδυνη, ανίατη ασθένεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθάνατος. Η λ. με τη σύγχρονη σημασία της «ανώδυνη θανάτωση τών πασχόντων από επώδυνες ανίατες ασθένειες» αποτελεί αντιδάνειο στη Νέα Ελληνική (πρβλ. αγγλ. euthanasia)].
Dictionary of Greek. 2013.